- παναιγλήεις
- πᾰν-αιγλήεις, εσσα, εν,A all-shining,
κῆπος AP9.806
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κῆπος AP9.806
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναιγλήεις — παναιγλήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που φωτίζεται λαμπρά, φωτεινότατος, ολόλαμπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰγλήεις (< αἴγλη)] … Dictionary of Greek
παναιγλήεντα — παναιγλήεις all shining neut nom/voc/acc pl παναιγλήεις all shining masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)